μουσουργοῦ

μουσουργοῦ
μουσουργέω
pres imperat mp 2nd sg (attic)
μουσουργέω
imperf ind mp 2nd sg (attic)
μουσουργός
cultivating music
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ροσίνι, Τζοοκίνο — (Rossini, Πέζαρο 1792 – Πασί, Παρίσι 1868). Ιταλός συνθέτης. Από τα πρώτα παιδικά του χρόνια έφυγε από το Πέζαρο και άρχισε στη Μπολόνια τις μουσικές του σπουδές, τις οποίες συνέχισε αργότερα (1802 04) στο Λούγκο της Ρομάνια, στη σχολή του ιερέα… …   Dictionary of Greek

  • άσμα — το (AM ᾆσμα, Α και ἄεισμα) το τραγούδι, κυρίως λυρική ωδή ή ύμνος νεοελλ. 1. το κείμενο του άσματος με τη μελωδία του 2. ο ψαλμός 3. εκκλ. ένα από τα ποιητικά βιβλία της ΠΔ: «άσμα ασμάτων» 4. «κύκνειον άσμα» το τελευταίο πριν από τον θάνατό του… …   Dictionary of Greek

  • Άιζεναχ — (Εisenach). Πόλη (43.100 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, πατρίδα του μεγάλου μουσουργού Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Ιδρύθηκε από τους μεγάλους ηγεμόνες, φεουδάρχες της Θουριγκίας. Το 1842, στην πόλη αυτή, έγινε η σύνοδος των αντιπροσώπων των ευαγγελικών …   Dictionary of Greek

  • Λάλας, Δημήτριος — (Μεγάροβο Μακεδονίας 1848 – Μοναστήρι 1911). Μουσικοσυνθέτης. Σπούδασε μουσική στη Βιέννη και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία, όπου υπήρξε μαθητής του Ρίχαρντ Βάγκνερ και ένας από τους βοηθούς του κατά την πρώτη διδασκαλία του μελοδράματος Το… …   Dictionary of Greek

  • Λεονκαβάλο, Ρουτζέρο — (Ruggero Leoncavallo, Νάπολη 1858 – Μοντεκατίνι 1919). Ιταλός μουσικοσυνθέτης. Άρχισε σπουδές σύνθεσης σε ηλικία 8 ετών, έλαβε δίπλωμα το 1874 και κατόπιν πτυχίο φιλολογίας. Αναδείχτηκε αρχικά ως πιανίστας, αλλά έζησε φτωχικά στο Παρίσι και στο… …   Dictionary of Greek

  • Πέζαρο — I (Pesaro). Επώνυμο οικογένειας από τη Βενετία, της οποίας τα γνωστότερα μέλη ήταν οι ακόλουθοι: 1. Αντώνιος ντα–. Aρμοστής της Άνδρου από το 1507 έως το 1512. 2. Βενέδικτος ή Βενεδέτος. Ναύαρχος. Το 1500, ως αρχηγός του ενωμένου ισπανικού και… …   Dictionary of Greek

  • Πιτσέτι Ιλντεμπράντο — (Pizzetti, Πάρμα 1880 – Ρώμη 1968). Ιταλός συνθέτης. Τελείωσε τις μουσικές του σπουδές στο γνωστό ωδείο της γενέτειράς του και για πολλά χρόνια εργάστηκε συγχρόνως ως καθηγητής και ως συνθέτης. Αφού δίδαξε το 1907 στο Ωδείο της Πάρμας,… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • Σοπέν, Φρειδερίκος Φραγκίσκος — (Chopin). Πολωνός συνθέτης και πιανίστας (Ζελάζοβα Βόλα 1810 Παρίσι 1849). Αποκάλυψε πολύ νωρίς το μουσικό του ταλέντο και άρχισε γρήγορα τη μελέτη του πιάνου του οργάνου της προτίμησης του, στο οποίο κυρίως αφιέρωσε την ιδιοφυΐα του κι έκανε την …   Dictionary of Greek

  • άσμα — το, ατος 1. τραγούδι. 2. υποδιαίρεση μεγάλου επικού ποιήματος: Η «Κόλαση» του Ντάντε αποτελείται από πολλά άσματα. 3. κελάδημα· «κύκνειο άσμα», το τελευταίο (όπως πιστεύεται) τραγούδι του κύκνου που πεθαίνει, και μτφ. το τελευταίο, λίγο πριν από… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”